- ανθρωποπλάστης
- ο (Α ἀνθρωποπλάστης)αυτός που πλάθει, που δημιουργεί ανθρώπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκίσκο Σκούφο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθρωποπλάστου — ἀνθρωποπλάστης fashioner of men masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek